- φιδές
- οπληθ. -έδες (λ. λατ.)1. πολύ λεπτό ζυμαρικό.2. η σούπα που γίνεται από αυτό το ζυμαρικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιδές — ο, Ν λεπτό νηματώδες ζυμαρικό για την παρασκευή σούπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fides / fidis «χορδή μουσικού οργάνου»] … Dictionary of Greek
ζυμαρικό — το [ζυμάρι] 1. κάθε παρασκεύασμα από σιτάλευρο χωρίς προσθήκη ζύμης, που ξηραίνεται στον αέρα ή σε ειδικούς θαλάμους 2. (κυρίως στον πληθ.) τα ζυμαρικά όλα τα παρασκευάσματα από άμυλο, όπως είναι τα μακαρόνια, ο φιδές, η μανέστρα κ.λπ., οι πάστες … Dictionary of Greek
ζυμαρικά — Παρασκευάσματα από σιμιγδάλι, σκληρά σιτηρά και νερό, τα οποία κόβονται σε διάφορα σχήματα και συνήθως ξεραίνονται προτού μαγειρευτούν σε βραστό νερό. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Οι Αιγύπτιοι και οι Κινέζοι τους έδιναν σχήμα μακριών και … Dictionary of Greek
fidea — FIDEÁ s.f. Pastă făinoasă (industrială), în formă de fire lungi şi subţiri (prezentate mai ales sub formă de gheme). – Din ngr. fidés. Trimis de RACAI, 21.11.2003. Sursa: DEX 98 fideá s. f., art. fideáua, g. d. art. fidélei Trimis de siveco, 10 … Dicționar Român